Λουκάς Λιάκος
αστικό πηγάδι καταμεσίς στον κεντρικό
με από πάνω πρόχειρες σανίδες
όπου το πρωί κάθεται ένας εργάτης
και τρώει άπλυτες φράουλες
ενώ το καλοκαίρι περνάει τακ τακ τις μικρές ώρες
το κορίτσι που τολμάει
Κ.Α

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Ανάσταση: 
οι άλλοι βαρέθηκαν γρήγορα και τότε ήταν που κινδύνεψαν -αυτό το λέω με χαρά- κλείνοντας τη πόρτα πίσω μας κάποιος συνέχιζε να διαβάζει ποιήματά σου και να κλαίει ή τουλάχιστον θυμήσου, πως ήταν ξαπλωμένος και είναι τώρα τόσο σκληρό εσύ να σημειώνεις ένα χαμόγελο, ένα κούνημα του χεριού σου την ώρα που εκείνος άνοιγε το στόμα του καταπίνοντας τη φλόγα όλων των κεριών κι ανακουφίστηκα, προχώρησα άσκοπα στα σκοτεινά και δίπλα σου έτρωγα, το προσευχητάριό μου με δεμένα τα μάτια, διαβάζοντας το χέρι σου κι έμεινα να κοιτάζω, τις ομοβροντίες στον ουρανό, το άνθισμα των μαυροφορεμένων σου αστραγάλων, υποπτεύθηκα, θα με άφηνες κάνοντας αυτό που πέθαινες να κάνεις πάντα, να προτιμάς να αποτυπώνεται το χλωμό σου προφίλ πάνω σε ένα λευκό φύλλο χαρτί, σαν ένα περιστατικό πλάϊ στις γελοιογραφίες -ότι περιγράφω εδώ είναι μέρος- μιας ψευτοπεριφερόμενης σκοτεινιάς δίχως επιτυχία, κι ένα παιδί που σε είδε φώναξε "Μ.Πέμπτη!" εγώ γέλασα, για να κρύψω την αποτυχία μου να σε σκοτώσω στα όνειρά μου -εκείνη που με επισκεπτόταν στα όνειρά μου- κι είχα το ένα μου μάτι άρρωστο -μας φόβισες- και τη καρδιά μου να φτερουγίζει ζωηρά και δήθεν παθιασμένα, χρειαζόμουνα ύπνο, κοιμόμουν, ξυπνούσα, σε μια ίαση πλήρη.

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

snuff out

η γυναίκα με το σώμα της 
-οι υποσχέσεις σου- 
μοιάζει με σκυλί σ' ένα παράθυρο και εξαφανίζεται 
-φυσαλίδες στο σκοτάδι- 
πέφτει ξένη με το φως στο πρόσωπό της ικανοποιημένη 
που θα με βρίσκεις να σε περιμένω 
-ξανά και ξανά- 
στην άκρη και κάτω από την άμμο με τους ώμους 
NUDE 
η σκληράδα και να θαφτεί ξεθωριάζει κάνοντας 
με το στόμα μια απόπειρα αγάπης 
-σφύριγμα- 
και με τη γλώσσα ασύδοτη σαν ένα φάντασμα 
που στηρίζεται στον τοίχο 
-η γυναίκα με το σώμα της αντιμετωπίζει τον τοίχο- 
με εκείνη τη θλίψη του καθρέφτη 
με την οποία δε μπορείς να κλάψεις 
μπορείς ωστόσο 
να δεις τ' αστέρια να πέφτουν στο χωματόδρομο 
γυρνούσαμε σπίτι
-σκοτάδι φιλόξενο οικείο αλλά μόλις λίγο έξω και πέρα- 
το εκεί της αισθάνεται 
υπόγειο χαμηλό δάπεδο THIN it
κουνάει ύποπτα όλο της το υγρό 
ραγισμένο ζελέ κουνιέται γλοιώδες για χρόνια και κάτω 
από την άμμο ξηρό τώρα κι ανάποδα 
-ακριβώς στα δεξιά της- 
στάζει κι αυξάνει μαίνεται 
διαρροή ρήγμα πλάϊ στο παράθυρο όπως και περιγράφεται 
εξακολουθεί να 'ναι πελώριο συμπαγές
στην καρδιά και να φαίνεται 
σφυρίζει μέσα τους μπερδεμένο 
-θα με βρίσκεις να σε περιμένω- 
με κάποιο τρόπο ελεεινό και απαίσιο ρίχνοντας πέτρες 
βάζοντας σημάδι τη γυναίκα με το σώμα της 
-έτσι ονομάζεται αχ το φως πέφτει πάνω σε κηλίδες και σχήματα- 
χειρότερο κι όμως ευγενικό
έτσι είχαμε καταλήξει εκείνη τη νύχτα μακριά σαν τις μύγες 
-μακριά και κατάποση- 
φόβους κάτω στα δέντρα τη νύχτα με σκάβουν 
-κατεύθυνση- 
κι έχω πυρετό φωτιά και περίεργα άδειο στομάχι 
ανακατεύομαι με τα μάτια σου ανοιχτά τετράγωνα δίχτυα 
-αρκεί να περάσουμε έτσι θα σας δούμε όλους για λίγο- 
αλλά για να περάσουμε πρέπει να ουρλιάξουμε 
-διαφυγή άγγελος λάσπη αφού-
σου είπε λόγια λέγοντας σου είπε 
αυτό εδώ αυτό εκεί 
με κίνδυνο να εκτεθεί 
τρόπο να ξεσπάσει δεν έβρισκε 
-τον έρωτά της sonofabitch- 
δε σου λέω μετά από σένα αυτά που έχω δοκιμάσει 
τυφλή μου