Λουκάς Λιάκος
αστικό πηγάδι καταμεσίς στον κεντρικό
με από πάνω πρόχειρες σανίδες
όπου το πρωί κάθεται ένας εργάτης
και τρώει άπλυτες φράουλες
ενώ το καλοκαίρι περνάει τακ τακ τις μικρές ώρες
το κορίτσι που τολμάει
Κ.Α

Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

 


Μινκόβσκι

Ανάμεσα στη σκέψη και το συναίσθημα υπάρχει το εύρος του χρόνου που βρίσκεται σε αναστολή κι αυτό το αγόρι που καθόταν ασάλευτο δίπλα στο ποτάμι κρυμμένο μέσα σε μια τρύπα από φρύγανα κρατώντας μια σφεντόνα με τεντωμένο το λάστιχο έχοντας για παρέα του έναν επίσης ακίνητο σαν πεθαμένο σκύλο ζούσε το δικό του διάστημα λιποθυμίας του χρόνου το ψυχοσωματικό σύμπτωμα συμπεριφοράς της συνείδησης όπου όλα μοιάζουν να στέκουν μετέωρα ισορροπημένα και για λίγο σαν εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις με την ιδιαίτερη αδυναμία στην ταυτόχρονη έκθεση στο καλό ή το κακό όπου δυο αφαιρέσεις συμβαίνουν την ίδια στιγμή δίνοντας την ομοιομορφία του μηδενός το κρυφό ουδέτερο σχήμα που με τη σειρά του δίνει το ακαταμάχητο στη ζωή έναντι του θανάτου διατηρώντας επιδέξια την γενική επιθυμία των αρνητικών ή θετικών στοιχείων του χαρακτήρα που διαρκώς ανασκουμπώνονται παραμένοντας απρόσιτα στη θέση τους μέσα στο κέλυφος του χρόνου που δεν είναι στ’ αλήθεια χρόνος μα χρονικός δισταγμός είναι το όριο ενηλικίωσης της απουσίας του χρόνου ο συνδεδεμένος ιστός η ομοιόσταση που αφηρημένα ενώνονται ταιριάζουν αυτοί οι δύο άνθρωπος και σκύλος ανέπνεαν ήσυχα μέσα στην πρωινή ζέστη το τρίχωμα του σκύλου ήταν μαύρο και στιλπνό τα αυτιά του όρθια έδειχναν εμπρός η μύτη του πεισματικά ανασηκωμένη τα χείλη του παιδιού ήταν ωχρά το πρόσωπο λείο τα μπράτσα και τα πόδια λεπτά τα γόνατα γεμάτα σκισίματα με ξεραμένο αίμα το βλέμμα στην ουσία δεν έβλεπε τίποτα άκουγε μόνο διεύρυνε χώριζε τον χώρο σε γωνίες και μοίρες περιμένοντας να συμβεί με τη φυσική του σειρά κάτι εκεί μπροστά του όπως ακριβώς το είχε υπολογίσει μακριά από όλα όσα προσπαθούν να προχωρήσουν παραμένοντας εδώ που βρίσκονται με τη μικρή σημασία να φτάσουν μακριά από όλα και όλους ακίνητος μα λίγο ψηλότερα από όλους τους άλλους όπως τα πράγματα που έχουμε συνηθίσει να κρέμονται πάνω από τις πόρτες ή τα κεφάλια μας και που μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως τα βλέπουμε στο δικό τους επίπεδο μόνο από την κάτω πλευρά τους τα συμβάντα εκείνα στον χώρο που ακινητούν το συνεχές γεγονός μα ποικίλουν τον διαθέσιμο τόπο συντεταγμένων του χώρου που δεν εντοπίζει πια τα σημεία μα προσδιορίζει τα γεγονότα που με τη σειρά τους πλέκουν τον χρονικό χωρισμό σε αυτό που λέμε μηδενικό διάστημα ή μεσοδιάστημα ή διάστημα που μεσολαβεί ή εντωμεταξύ το αγόρι δεν μούδιαζε δεν έπληττε η λιγοστή του σάρκα έμοιαζε να κινείται πάνω στα οστά σαν το ποτάμι στην άμμο το κεφάλι του να σπάει και να κολλάει ξανά να ανακουφίζεται έτσι πάνω σε ένα ακίνητο από την θέληση σώμα που απόληγε στο χέρι που κρατούσε την σφεντόνα και σημάδευε εδώ και κάμποση ώρα ένα σμάρι από τρυγόνια που μόλις είχαν ξυπνήσει κι έκαναν την τουαλέτα τους άλλα έτοιμα να πάνε να βοσκήσουν κι άλλα για να μείνουν να κλωσήσουν με την ησυχία τους πουλιά που θα γεννοβολούσαν άλλα πουλιά που με τις οιδιπόδειες οικογένειές τους είχαν καταλύσει πάνω σε μια βελανιδιά πλάι στο δεντρωμένο νερό εδώ ήταν η πατρίδα η γη των προγόνων τους το μπουγάζι τα βόλευε εδώ είχαν έρθει από τα χειμαδιά τους να φωλιάσουν να διαιωνίσουν το είδος εδώ ήταν που είχε μυστικά ανακαλύψει ο μικρός τούτο το δέντρο ανάμεσα στα δέντρα κι από ένα ή δύο την ημέρα τα σακάτευε περισσότερο του άρεσε να χτυπά τα πιστρόφια πάνω στην ανάποδή τους βουτιά στο κατακόρυφό τους πέταγμα προς τον ουρανό μα σήμερα περίμενε υπομονετικά ένα συγκεκριμένο πουλί μια τρυγόνα να βγει στο κλαρί πάνω στο οποίο για τελευταία φορά την προηγούμενη μέρα φάνηκε το ταίρι της πριν ο μικρός το σκοτώσει την περίμενε να την χτυπήσει στο κεφάλι να πέσει να ξεκληριστεί με τη σειρά της γιατί τα δάκρυά της δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο και να στερέψουν αλλά μπορούσαν όλα ακόμα να τακτοποιηθούν με έναν κοινό μικρό φόνο γιατί όσα η ζωή προφητεύει επισπεύδουν την επικείμενη στιγμή που θα είμαστε μόνοι ο ήχος μας θα είναι αυθεντικός κι όχι υπαινιγμός τραγουδιών θα ακούγεται καθαρά κάθε φορά που τα οστά μας θα χτυπούν μεταξύ τους μέσα στους ατομικούς μας τάφους κι έτσι για το συμπλήρωμα της τάξης θα πρέπει να βγούμε στο δικό μας κλαδί σε αυτό το κλαδί που ονομάζουμε ο ένας δίπλα στον άλλον μα ο άλλος έχει εξαφανιστεί έχει πέσει κι εμείς ο ένας θα πρέπει να σταθούμε μόνοι μας όρθιοι νιώθοντας τα πόδια μας κρύα και την καρδιά μας αδύνατη στην διάσταση που δεν είναι χώρος και δεν είναι χρόνος αλλά είναι η εκπροσώπηση της απώλειας που δεν έχει κατευθύνσεις έχει όμως μια μικρή μετατόπιση θέσης γιατί όπως θα κάτσουμε αποκαμωμένοι στο σκαμνάκι του ρινγκ μετά το τέλος του αγώνα έτσι και το πουλί μας με τα πολλά θα φανεί να ψάχνει έναν καινούριο μήνα του μέλιτος το αγόρι θα το δει να περπατάει να τουρτουρίζει έτοιμο να αυτοκτονήσει στον κενό άχρηστο χώρο πάνω στο ίδιο κλαδί που χάθηκε το αρσενικό της κι ένα πλατύ χαμόγελο θα φωτίσει τότε το πρόσωπο του παιδιού θα το βλέπει τώρα όπως μια σκιά που περιπλανιέται στο κρύο μέταλλο στο λευκό αδιάκοπο φως και που για μια στιγμή διχοτομείται «δεν χρειάζεται άλλο καλή μου να στεναχωριέσαι» θα το ενθαρρύνει από μέσα του κι αφήνοντας την ανάσα του να φύγει θα αμολήσει την πέτρα με δύναμη με το ρεύμα των υποθέσεων που καταλήγουν σε κρίση το πουλί θα την φάει πάνω στο μάτι αφήνοντας μια πονεμένη φωνούλα έναν μικρό κόσμο πόνου και θα ξαπλωθεί πάνω στο ξεραμένο χορτάρι γεμίζοντας διαμετρικά τον αέρα φτερά και πούπουλα ο σκύλος χωρίς βοήθεια ή δισταγμό θα ζωντανέψει ξαφνικά θα τρέξει να πιάσει το πουλί προσέχοντας με τα δόντια του μη το τσαλαπατήσει θα το φέρει στο αφεντικό του το πουλί θα είναι ακόμα ζεστό μέσα στο πραγματικό του κρύο θα ξεψυχάει σαν την πιο εξέχουσα αρετή που τρέμει μπρος στην επώδυνη μονιμότητα τα άλλα πουλιά θα συνεχίζουν να πετούν αδιάφορα στην ευεργεσία που λέγεται ζωή και στην γυμνή της δικαιοσύνη η καρδιά του λαβωμένου πουλιού θα χτυπάει με τρόμο το παιδί γελώντας με μια απλή κίνηση θα το πνίξει στρίβοντάς του τον λαιμό η καρδούλα θα σταματήσει θα το σφίξει στην πνίχτρα της ζώνης του αποτελειώνοντάς το και με την αίσθηση της ευχαρίστησης να καλπάζει πάνω στα τεντωμένα του νεύρα θα φύγει ξέγνοιαστο με τον Μούργο για τις περιοχές που τα παιδιά είναι στις παρορμήσεις τους παιδιά κι οι γέροι γέροι στο καθήκον της υπομονής τους.

Λουκάς Λιάκος

Σάββατο 18 Αυγούστου 2018





Τί οδηγεί τους ποιητές
                                                                                               στην Κατερίνα Χανδρινού, για την συγγένεια της γραφής -ο όρος δικός της-, και άλλα. 

Τί οδηγεί τους ποιητές και διαλέγουν να φεύγουν μόνοι, να περιηγούνται δίχως τη γλώσσα ή τα χρώματα της φωνής: εμπρός όταν, 
οι άλλοι κοιμούνται όλα κινούνται και με κυνηγούν " ... καθώς απομακρύνομαι ".

Τί οδηγεί τους ποιητές και που πάν' με τόση βιάση μ' όλη τη γη κάτω απ' τα πόδια τους " ... να χάνεται και να μικραίνει ". 

Τί πληθαίνει τα λόγια τους και μαζί τους φράζει το στόμα; τί σόι παράξενο είναι η επικοινωνία τους και γιατί να ξεφεύγεις;

Τί οδηγεί τους ποιητές; ρωτάει η ψυχούλα μου. Είναι σημαντικό για μένα που επαναλαμβάνω το ίδιο ερώτημα την ώρα που πιάνω τη μύτη ή το στόμα μου και από τα μάτια μου φεύγουν υπέροχα δαχτυλίδια φωτός κι όλα αυτά τα συνδέω και τα συνδέω μαζί μου, τα λέω ταυτότητα ή οδοντόβουρτσα, ζωή εν συνόλω. Αλλά δεν είναι.

Τί οδηγεί τους ποιητές; γιατί σκοντάφτουν τα άλογά τους; γιατί πέφτουν πάνω στα δέντρα και πάνω στους ανθρώπους και πάνω στα νυχτερινά κέντρα αντί να προσπεράσουν; Εγώ, δεν έχω στ' αλήθεια φιλοδοξία να μάθω. Εγώ, καθρεφτίζω μόνο, αυτό που περνάει.

Τί οδηγεί τους ποιητές και βρίσκονται εκτεθειμένοι σ' όλα τα φώτα και θαμπώνονται γλαρώνουν μπορούν και μιλάνε, κι άλλο, με φόντο τους τοίχους και τα πατώματα, τις αίθουσες των δικαστηρίων, τις σκοτεινές αποβάθρες, τα σωθικά μας.

Τί οδηγεί τους ποιητές κι είναι ακούραστο σαν τα λαγωνικά πάνω στα ίχνη; Εμπρός να το ονομάσουμε! Να στηρίξουμε τους ποιητές που φαντασία τους είναι το σώμα. Να στηρίξουμε, να επιβεβαιώσουμε την ατομικότητά τους, έχουμε σίγουρα την έγκρισή τους γι' αυτό. 

Τί οδηγεί τους ποιητές; φωνή αντρική; φωνή γυναικεία; 

Στρίψτε αριστερά στρίψτε δεξιά, αποφύγετε χωματόδρομους αποφύγετε διόδια, συνεχίστε ευθεία. Μετά, θα φτάσετε στον προορισμό σας.


Γράφτηκε στη θάλασσα με θέα τη φωτιά και τη θάλασσα εμπνευσμένο από το βιβλίο της Κατερίνας Χανδρινού, γ ι α τ ί  δ ε ν  ο δ η γ ο ύ ν  ο ι  π ο ι η τ έ ς, εκδόσεις sestina, 2018. Οι φράσεις μέσα στα εισαγωγικά είναι από κει.

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

David McWilliams - Days Of Pearly Spencer (1967)

Ένα φτωχόσπιτο, ένας βρώμικος δρόμος
περπατημένος, φθαρμένος από ανυπόδητα πόδια
μέσα είναι μακρύ και γεμάτο
κοιταγμένο από έναν ήλιο που τρέμει.

Μάτια γέρου στο πρόσωπο ενός παιδιού
παρακολουθούν καθώς οι σκιές τρέχουν
μέσα από τοίχους και ρωγμές χωρίς ν' αφήνουν ίχνος
και η λαμπρότητα του ήλιου αποτραβιέται.

Οι μέρες του Πέρλυ Σπένσερ
Αχ αχ!
Η κούρσα έχει σχεδόν τελειώσει.

Με τη μύτη πάνω στο παγωμένο γυαλί
ατενίζει τον φουσκωμένο σωρό
από τσιμεντοχώραφα όπου τίποτα δεν φυτρώνει
κι ολοένα σκοντάφτει στα τυφλά.

Σιδερένια δένδρα πνίγουν τον αέρα
κι όπως μαραίνονται στέκουν και κοιτούν
με μάτια που ούτε ξέρουν ούτε και νοιάζονται
που εξαφανίστηκε το χορτάρι.

Οι μέρες του Πέρλυ Σπένσερ
Αχ αχ!
Η κούρσα έχει σχεδόν τελειώσει.

Πέρλυ τι απέγινε η λευκή σου επιδερμίδα
τι γένια ειν' αυτά στο πηγούνι σου
θαμμένος στο φτηνιάρικο τζιν
έπαιξες κι έχασες, δεν κέρδισες.

Έπαιξες ένα σπίτι που δεν μπορεί να χαθεί
δες τώρα το κεφάλι σου γερμένο από την ήττα
περπάτησες για πολύ σ΄ έναν δρόμο
που μόνο ποντίκια μπορούν και τρέχουν.

Οι μέρες του Πέρλυ Σπένσερ
Αχ αχ!
Η κούρσα έχει σχεδόν τελειώσει

Οι μέρες του Πέρλυ Σπένσερ
Αχ αχ!
Η κούρσα έχει σχεδόν τελειώσει.

Απόδοση Λουκάς Λιάκος

Some of McWilliams vocals were recorded using a telephone line from a phone box near the studio, generating a low-tech effect, and giving the song a 'strange phoned-in chorus'
...
Advertisements for the song even appeared on double-decker buses, yet McWilliams "was walking around London without the pocket money to get on one of those buses"
...
Richie Unterberger described the song as McWilliams best song, with a dark edge, swirling violins, and an effective dab of psychedelia in the megaphone-distorted vocals on the song's chorus. In 2002 The Independent called the song "dreamy". In 2012 Stuart Bailie of Radio Ulster called "Harlem Lady", the A-side, a "quality tune" and "Pearly Spencer" a "remarkable record".
...
Originally, the song was a poignant ballad. The song had, according to Stuart Bailie, a "flickering, almost documentary style" in which it took listeners to the more run-down parts of Ballymena where people walked through rubble bare-foot looking old beyond their years. Due to the title of the song, many listeners believed that the song pertained to an individual harrowed by a poor lifestyle and poor-quality alcohol; McWilliams said he had written the song about a homeless man encountered in Ballymena. Some of those close to McWilliams, however, claimed he was writing about two ladies from his hometown.

From Wikipedia

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Ο Πύργος, μια απόπειρα προσέγγισης

Στον Πύργο του Κάφκα, ο χωρομέτρης ή γεωμέτρης, ο ενδιαφερόμενος ή ο Κ., άλλοτε σαν λαγός κι άλλοτε σαν χελώνα, κρατά αμείωτη την ένταση μιας γνώσης: πως έχει απ' την αρχή απωλέσει ό,τι ποτέ του δεν θα μπορέσει να προσεγγίσει. Μέσα από έναν λαβύρινθο γραφειοκρατίας και χώρου λιτής, για να μην πούμε άσχημης διακόσμησης, όπου τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων και του τοπίου ποτέ δεν αποσαφηνίζονται: οι γυναίκες δεν είναι όμορφες ή είναι, οι γυναίκες δεν έχουν ηλικία ή έχουν: οι γυναίκες προσπαθούν συνεχώς να πείσουν για κάτι, οτιδήποτε, και οι άντρες, οι άντρες από τους βοηθούς και τους υπηρέτες που θυμίζουν τους Βλαδίμηρο και Έστραγκον του Μπέκετ (είναι μεγάλη η συγγένεια των δύο έργων), μέχρι τους αξιωματούχους που όσο ψηλά κι αν βρίσκονται στην ιεραρχία παραμένουν υπάλληλοι, προέκταση του υπηρέτη: οι άντρες του Πύργου είναι όλοι τους ανδρείκελα. Ο μόνος που διαφέρει είναι ο Κ., είτε γιατί είναι ένας ξένος, είτε γιατί είναι ένας ουρανοκατέβατος εκπρόσωπος του καθένα: ο Κ. έχει ορισθεί να παλεύει εσαεί για μια υπόθεση χαμένη όπου το μόνο που του απομένει είναι το τυχαίο, καλό ή κακό μα μονάχα τυχαίο, ακόμα και αν χρειαστεί να περιμένει γι' αυτό σε όλη του τη ζωή στην ουρά και πάνω στο ένα του πόδι. Κι όταν πια, περιφερόμενος για μέρες, μην καταφέρνοντας καν να ξεκινήσει τον δρόμο του προς τον Πύργο, πέφτει πάνω στον άνθρωπο, στον γραμματέα, που μπορεί να του ξεκλειδώσει την επίμονη προσπάθεια, τον αγώνα από την αρχή, ο Κ., ο ενδιαφερόμενος, είναι πια τόσο κουρασμένος που αποκοιμιέται και σταδιακά πέφτει σε λήθαργο, ακούγοντας μόνο, περισσότερο πεντακάθαρα από ποτέ, την προοπτική και την ευκαιρία που του αναλύει ο ανακριτής γραμματέας. Μέσα στον ύπνο του χαμογελά στον άνθρωπο που τον εμποδίζει επιτέλους να ξεκουραστεί κι όχι στον άνθρωπο που του παρουσιάζει την λύση εδώ και τώρα. Λίγο αργότερα θα ξυπνήσει βίαια για το λεγόμενο κυρίως, μα ουσιαστικά υποτυπώδες κι ασήμαντο ραντεβού με τον άλλο γραμματέα, που εκ των προτέρων κι ο ίδιος γνωρίζει πως πρακτικός σκοπός αυτής, της επικείμενης συνάντησης δεν είναι το να βγει απ' τη δύσκολη θέση, μα να μπει πιο βαθιά σ' αυτή. Ο Κ. πραγματικά κλωτσάει την τύχη του κι αυτή τη κλωτσιά την δίνει χαμογελώντας και με πλήρη συναίσθηση του τι κάνει. Κι ακόμα, ποτέ του δεν θα νοσταλγήσει αυτή του τη χαμένη τύχη, την ευκαιρία που πέταξε στα σκουπίδια. Τώρα, αν πλάι στη λέξη τύχη βάλουμε τη λέξη πεπρωμένο, ο Κ. γίνεται φίλος, ακόμα και δίδυμος αδελφός του Σίσυφου στο δοκίμιο του Καμύ (όπου άλλωστε γίνονται εκτενείς αναφορές στην Δίκη και στον Πύργο), κι αυτό περισσότερο στην κορύφωσή του, τη στιγμή εκείνη δηλαδή που ο Σίσυφος έχοντας για άλλη μια φορά αποτύχει κατεβαίνει το βουνό από την αντίθετη πλευρά να ξαναπιάσει τον βράχο ηττημένος γιατί απέτυχε, νικητής γιατί θα προσπαθήσει ξανά, αιώνια ορίζοντας το μάταιο, ορίζει ο ίδιος τον εαυτό του.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Ε. Ο ποιητής είναι μια περσόνα γύρω από τις λέξεις ή λειτουργεί με έναν ενστικτώδη ορμεμφυτισμό;  

Α. Ο ποιητής ανακαλύπτει κι αν θέλει αποκαλύπτει. Εάν δεν θέλει σιωπά κι η σιωπή μετέχει στο μήνυμα. Δεν υπάρχει περσόνα ούτε και ενδιάμεση κατάσταση. Δεν υπάρχει ικεσία για να μας δοθεί η λαλιά. Μίλα μου και αυτό να ακούγεται γιατί δεν με ενδιαφέρουν οι λέξεις, με ενδιαφέρει η φωνή σου. Αυτό με λυτρώνει και αυτό ανέχομαι. 

Ε. Μπορεί η τέχνη να κλείσει τις πληγές των ανθρώπων μέσα σε μια ενδότερη υπαρξιακή διαλεκτική;

Α. Τις κλείνει και τις ανοίγει; Αυτό σίγουρα μπορεί και το κάνει.  Η τέχνη θα μας πάει βαθιά. Μοιάζει περισσότερο με άσκηση κι αυτή μας η ψυχαγωγία είναι που μας εξοστρακίζει και μας ξαναχτυπά. Η τέχνη για όσους τη ζουν είναι πολύ σοβαρή για να ‘ναι ανώδυνη.

Ένας ποιητής καταθέτει- Συνέντευξη με τον ποιητή Λουκά Λιάκο

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Ανάσταση: 
οι άλλοι βαρέθηκαν γρήγορα και τότε ήταν που κινδύνεψαν -αυτό το λέω με χαρά- κλείνοντας τη πόρτα πίσω μας κάποιος συνέχιζε να διαβάζει ποιήματά σου και να κλαίει ή τουλάχιστον θυμήσου, πως ήταν ξαπλωμένος και είναι τώρα τόσο σκληρό εσύ να σημειώνεις ένα χαμόγελο, ένα κούνημα του χεριού σου την ώρα που εκείνος άνοιγε το στόμα του καταπίνοντας τη φλόγα όλων των κεριών κι ανακουφίστηκα, προχώρησα άσκοπα στα σκοτεινά και δίπλα σου έτρωγα, το προσευχητάριό μου με δεμένα τα μάτια, διαβάζοντας το χέρι σου κι έμεινα να κοιτάζω, τις ομοβροντίες στον ουρανό, το άνθισμα των μαυροφορεμένων σου αστραγάλων, υποπτεύθηκα, θα με άφηνες κάνοντας αυτό που πέθαινες να κάνεις πάντα, να προτιμάς να αποτυπώνεται το χλωμό σου προφίλ πάνω σε ένα λευκό φύλλο χαρτί, σαν ένα περιστατικό πλάϊ στις γελοιογραφίες -ότι περιγράφω εδώ είναι μέρος- μιας ψευτοπεριφερόμενης σκοτεινιάς δίχως επιτυχία, κι ένα παιδί που σε είδε φώναξε "Μ.Πέμπτη!" εγώ γέλασα, για να κρύψω την αποτυχία μου να σε σκοτώσω στα όνειρά μου -εκείνη που με επισκεπτόταν στα όνειρά μου- κι είχα το ένα μου μάτι άρρωστο -μας φόβισες- και τη καρδιά μου να φτερουγίζει ζωηρά και δήθεν παθιασμένα, χρειαζόμουνα ύπνο, κοιμόμουν, ξυπνούσα, σε μια ίαση πλήρη.

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

snuff out

η γυναίκα με το σώμα της 
-οι υποσχέσεις σου- 
μοιάζει με σκυλί σ' ένα παράθυρο και εξαφανίζεται 
-φυσαλίδες στο σκοτάδι- 
πέφτει ξένη με το φως στο πρόσωπό της ικανοποιημένη 
που θα με βρίσκεις να σε περιμένω 
-ξανά και ξανά- 
στην άκρη και κάτω από την άμμο με τους ώμους 
NUDE 
η σκληράδα και να θαφτεί ξεθωριάζει κάνοντας 
με το στόμα μια απόπειρα αγάπης 
-σφύριγμα- 
και με τη γλώσσα ασύδοτη σαν ένα φάντασμα 
που στηρίζεται στον τοίχο 
-η γυναίκα με το σώμα της αντιμετωπίζει τον τοίχο- 
με εκείνη τη θλίψη του καθρέφτη 
με την οποία δε μπορείς να κλάψεις 
μπορείς ωστόσο 
να δεις τ' αστέρια να πέφτουν στο χωματόδρομο 
γυρνούσαμε σπίτι
-σκοτάδι φιλόξενο οικείο αλλά μόλις λίγο έξω και πέρα- 
το εκεί της αισθάνεται 
υπόγειο χαμηλό δάπεδο THIN it
κουνάει ύποπτα όλο της το υγρό 
ραγισμένο ζελέ κουνιέται γλοιώδες για χρόνια και κάτω 
από την άμμο ξηρό τώρα κι ανάποδα 
-ακριβώς στα δεξιά της- 
στάζει κι αυξάνει μαίνεται 
διαρροή ρήγμα πλάϊ στο παράθυρο όπως και περιγράφεται 
εξακολουθεί να 'ναι πελώριο συμπαγές
στην καρδιά και να φαίνεται 
σφυρίζει μέσα τους μπερδεμένο 
-θα με βρίσκεις να σε περιμένω- 
με κάποιο τρόπο ελεεινό και απαίσιο ρίχνοντας πέτρες 
βάζοντας σημάδι τη γυναίκα με το σώμα της 
-έτσι ονομάζεται αχ το φως πέφτει πάνω σε κηλίδες και σχήματα- 
χειρότερο κι όμως ευγενικό
έτσι είχαμε καταλήξει εκείνη τη νύχτα μακριά σαν τις μύγες 
-μακριά και κατάποση- 
φόβους κάτω στα δέντρα τη νύχτα με σκάβουν 
-κατεύθυνση- 
κι έχω πυρετό φωτιά και περίεργα άδειο στομάχι 
ανακατεύομαι με τα μάτια σου ανοιχτά τετράγωνα δίχτυα 
-αρκεί να περάσουμε έτσι θα σας δούμε όλους για λίγο- 
αλλά για να περάσουμε πρέπει να ουρλιάξουμε 
-διαφυγή άγγελος λάσπη αφού-
σου είπε λόγια λέγοντας σου είπε 
αυτό εδώ αυτό εκεί 
με κίνδυνο να εκτεθεί 
τρόπο να ξεσπάσει δεν έβρισκε 
-τον έρωτά της sonofabitch- 
δε σου λέω μετά από σένα αυτά που έχω δοκιμάσει 
τυφλή μου

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

διάσχιση, της Κατερίνας Ζησάκη

φωτογραφία: Nobuyoshi Araki
ηλίθια. θα σου κόψω τις ρώγες και θα σε βάλω να τις φας. θέλω τόσο πολύ να σου νεκρή στα τριανταπέντε. να ανοιχτό το κρανίο σου. να σου κούφια τα μάτια. έτσι όπως κι έτσι όπως σέρνεσαι μέσα στα τρυπημένα δωμάτια. έτσι όπως καμώνεσαι δρόμο. κατά βάθος υπόγειο. παραδέξου. παραδέξου και δε θα πάθεις τίποτα. κατά βάθος τίποτα. ρωγμές και ξεραμένη ακαθαρσία. και τα βοϊδίσια σου γράμματα. τα γελοία μολύβια. η αστικότατη μούρη σου. η προεξόφληση. η άδαρτη άδαρτη μελαγχολία. ηλίθια. θα σου βγάλω τα μάτια και θα στα βάλω απέναντι να σε βλέπεις. μήπως είδες ποτέ; μήπως κατάλαβες; μπήκες στο κίνημα μονάχα για να μην πεθάνεις. γαμήθηκες για δυο κομμάτια γέλιο. και ήπιες έτσι χωρίς λόγο -ώπα, αυτό δεν είναι τόσο παράταιρο- πού είχα μείνει; πάλι έγραψες; θα σου τον θάψω εγώ τον έρωτα. θα σου το ράψω εγώ το στόμα. και τούτα τα κωλόχαρτα θα ‘ρθει μια μέρα που θα τα κάψεις μόνη σου να ζεσταθείς. έτσι που πάντα που κρυώνεις. κλάψε ναι. στράγγιξε όλο το αίμα. εδώ πάνω στη γλώσσα μου. κλάψε ναι. είχα καιρό να χαρώ. ποια είσ' εσύ; κλάψε
ακόμα. 

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

-Κυριακή-

Ποιό το τραγούδι της άνοιξης; Ας πάμε στα σύνορα δίχως χαρτιά είπες, εκεί το ερμηνεύουν. Η Κυριακή πριν την άνοιξη στεφανώνει τους φονιάδες. Η Κυριακή ύστερα απ' το Σάββατο σημαίνει την απουσία. Βλέπω συνέχεια μπροστά μου αυτό το παιδί με κατεβασμένα τα τσίνορα πλάϊ σε μια αδειανή κούνια. Μετά, ότι και να πεις είναι σωστό. Το ελικόπτερο με τις "ελεύθερες ιδέες" ζαβλακωμένο κάνει κύκλους πάνω απ' τα κεφάλια μας, καταβροχθίζει τον ορίζοντα, κλείνοντάς μας σε περίβολο ασφυξίας. Μετά, ότι και να πεις είναι σωστό. Όπου σωστό πάει να πει, ποτέ μου δε ξέρω τι σκέφτεσαι όταν μιλάς. Η πραγματικότητα είναι πια μανιασμένη. Όλα θα πάνε καλά. Να τα νησιά που μας μεγάλωσαν σου λέω μ' ένα ύφος αδιαφορίας. Κυριακή είναι οι λέξεις που μας συντροφεύουν όταν πάμε βαθιά. Ωστόσο, με τι μοιάζουν οι υπόλοιπες μέρες; Λίγο με νοιάζει. Κοιτάζω με πείνα τα νύχια μου. Ποιο ζώο ρωτάει ακόμα ποιος είσαι; Η άνοιξη σαν εισβολή, πάντα κι αιώνια, στην εξωτική της ατιμωρησία. Να σε κρατώ είναι βάρβαρα, οι νύχτες, τ' αστέρια. Η θάλασσα. Ο πολιτισμός των πνιγμένων. Κυριακή χτυπάς και μαχαιρώνεσαι. Του κάκου. Δε πεθαίνουμε. Μόνο κατασκοπεύουμε. Θάνατο. Δεν είμαστε θύματα, δεν είμαστε δολοφόνοι. Ρωτώ και ξαναρωτώ, τί βλέπεις; τί είσαι; τί είμαι; Τί ν' απαντήσεις σε μια εύκολη ανατομία, σε μια περιγραφή αποτυχημένη. Άνοιξη. Όπως η θερμοκρασία θα ανεβαίνει δε θα 'χουμε φίλους, μόνο φιλαράκια και μια συμπαντική χαύνωση που θα 'παιρνες όρκο, πως θα κρατήσει πέρα απ' το καλοκαίρι.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Πωλ Βαλερύ


Μακάρια αφήνομαι στο κατηφόρισμα όλη,
μέσα στους μαύρους μάρτυρες, με χέρια σκοτωμένα
σε μύριες που ψελλίζονται λέξεις χωρίς εμένα...
Κοιμήσου, φρονιμάδα μου, κοιμήσου. Απουσιάσου,
στις ρίζες και στη σκότινη, γύρν' αθωότητά σου.
Στα φίδι' αφήσου ζωντανή, στους θησαυρούς... Κοιμήσου,
κοίμου πάντα! Σκαλί-σκαλί κατέβαινε, κοιμήσου...

(Το δαχτυλίδι... η πύλη νά... που η γάζα τη διαβαίνει.
 Γρούζει το στήθος... Μέσα του, το παν γελά, πεθαίνει...
 Πίνει στο στόμα σου πουλί και δεν το βλέπεις... Κύλα,
 Μίλα σιγά... Μαύρη πολύ, δεν είναι δα η μαυρίλα...)


Πωλ Βαλερύ, η Νεαρή Μοίρα, απόσπασμα
μτφρ: Αναστάσιος Γιανναράς, Πλέθρον, 1979

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Ilya Repin - Vsevolod Garshin



Ο Ilya Repin, ήταν ρεαλιστής ζωγράφος και γλύπτης από το Χάρκοβο της σημερινής Ουκρανίας, μέλος της κοινωνίας της ελεύθερης σκέψης των καλλιτεχνών Πιριντβίζνικι. Ο ρεαλισμός στα έργα του Repin έγινε πρότυπο μίμησης από πολλούς καλλιτέχνες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού της Σοβιετικής Ένωσης. Εκφράζει το εξαιρετικά μεγάλο ψυχολογικό βάθος και τις εντάσεις εντός των υφιστάμενων κοινωνικών τάξεων.

Μετά από μαθητεία με έναν αγιογράφο, ο Repin έλαβε την καλλιτεχνική εκπαίδευση στην Αυτοκρατορική Ακαδημία Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης. Με το επίδομα της ακαδημίας, θα μελετήσει βραχύβια στην Ιταλία και στη Γαλλία από το 1873 έως το 1876 αποκτώντας έτσι γνώσεις σχετικά με τη χρήση του φωτός και του χρώματος. Ο Repin δεν έγινε ποτέ ιμπρεσιονιστής ο ίδιος. Παρέμεινε ρεαλιστής καλλιτέχνης σε όλη του τη ζωή.



Ο Vsevolod Garshin, ήταν ο γιος αξιωματικού. Ο ίδιος προσφέρθηκε να υπηρετήσει στο στρατό κατά την έναρξη της ρωσο-τουρκικού πολέμου το 1877. Έλαβε μέρος στην Βαλκανική εκστρατεία, και τραυματίστηκε πάνω στη δράση. Προήχθη στο βαθμό του αξιωματικού στο τέλος του πολέμου. Υπέβαλε την παραίτησή του αμέσως μετά προκειμένου να αφιερώσει το χρόνο του στη λογοτεχνία. Προηγουμένως, είχε δημοσιεύσει μια σειρά άρθρων σε εφημερίδες, κυρίως κριτικές για εκθέσεις τέχνης.

Οι εμπειρίες του ως στρατιώτης του παρέχουν τη βάση για τις πρώτες ιστορίες, μεταξύ των οποίων το "Four Days" (ρωσικά: «Четыре дня»), βασισμένο σε πραγματικό γεγονός. Η αφήγηση είναι οργανωμένη γύρω από τον εσωτερικό μονόλογο ενός τραυματισμένου στρατιώτη πλάι σε νεκρούς στο πεδίο της μάχης για τέσσερις ημέρες. Ένας μονόλογος πρόσωπο με πρόσωπο με το πτώμα ενός Τούρκου στρατιώτη που ο ίδιος είχε προηγουμένως σκοτώσει.

Παρά την πρόωρη λογοτεχνική επιτυχία είχε συχνά εξάρσεις ψυχασθένειας. Στην ηλικία των 33, ο Garshin προσπάθησε να αυτοκτονήσει πηδώντας από τον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας όπου διέμενε. Πέθανε τελικά ύστερα από μαρτύριο πέντε ημερών σε νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού.

Χρησίμευσε ως πρότυπο, τόσο σωματικά όσο και φιλοσοφικά, για δύο από τους πίνακες του Repin με επαναστατικό θέμα. Στον πρώτο, από τα πιο έντονα ψυχολογικά έργα του Ilya Repin, εμφανίζεται με φρίκη ο Ιβάν ο Τρομερός να αγκαλιάζει τον νεκρό γιο του, τον οποίο είχε μόλις χτυπήσει και τραυματίσει θανάσιμα σε μια ανεξέλεγκτη έκρηξη οργής "Ivan the Terrible and His Son"



ενώ στον δεύτερο μας δείχνει μια οικογένεια έκπληκτη από την απροσδόκητη επιστροφή του πατέρα στο σπίτι "They Did Not Expect Him".



Πηγές: Wikipedia, The Metropolitan Museum of Art

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

Α. Ρεμπώ: Τους φοβάμαι τους χειμώνες. Ζητούνε πολλά. Πρωτίστως θάλπος.

ΑΝΤΙΟ

Φθινόπωρο.
Σκέφτομαι, πάντοτε όταν έχει τέτοιο καιρό, πώς δεν κατάλαβα ποτέ τι φέρνει μέσα μου τον νόστο του καλοκαιριού. Αναρωτιέμαι δηλαδή, προς τι να θέλουμε, το φως του ήλιου  ενώ,                                                                                                             γυρεύουμε  διαύγεια Θεού. 


Ας αφήσουμε τον ήλιο, μαζί μ' αυτούς που  τα ψοφίμια τους, του χρόνου φράζουνε τα καλντερίμια.


Το φθινόπωρο, και πιο ψηλά,
ένα καράβι , μαθημένο στους αιθέρες,
                                                  ταξιδεύει. 

                                                             Σχίζοντας νεφελώματα. 

Πιο πέρα, το λιμάνι. Με την λύπη να σου γνέφει από την προκυμαία. Φιλόξενος η λύπη,
Σε ξεναγεί σε πολιτείες  πυρφόρων ουρανών της λάσπης. 


Αχ, τα σάπια κουρέλια τα ριγμένα στους δρόμους, κομμάτια από ψωμί, που λιώναν  στη βροχή, οι κραιπάλες, οι χίλιοι έρωτες που με οδήγησαν ως τον σταυρό. Και αυτός ο βρικόλακας, βασιλιάς των ψυχών που περιμένουνε την Άλλη Παρουσία.


Σαν να ήταν χθες με θυμάμαι. Με την σάρκα, κόκκινη από την πανώλη και την λάσπη. Με σκουλήκια να έρπουν στα μαλλιά μου και, να φωλιάζουν στις μασχάλες μου. Τα άλλα, τα σκουλήκια της καρδιάς, λαμπρότερα φριχτά. Εγώ, ένα σώμα ριγμένο  να σαπίζει ανάμεσα σε γνώριμους νεκρούς. Ριγμένο να σαπίζει, μα εννοούσε. Δίχως αίσθημα. Χωρίς χρόνο. 


Θα μπορούσα να είχα πεθάνει εκεί. Ούτε που να το σκέφτομαι!
                   Το φριχτό κάλεσμα! Το τέλος.
                   Τι βδέλυγμα!  η κακομοιριά! 


Τους φοβάμαι τους χειμώνες.
              Ζητούνε πολλά.
                           Πρωτίστως θάλπος. 


Α. Ρεμπώ, μια εποχή στη κόλαση, μτφρ: X.Σ. Kρεμνιώτης 

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015


Ντολόρες Χέιζ, πού να ‘σαι τώρα; 
Κάποιος παραπονιέται για τη σκληρότητά σου. 
Γηραιός κι άγρυπνος σε περιγράφει, έχοντας αποτύχει φτάνει: 
διασχίζοντας το σκληρό χώμα, της αιώνιας νεότητάς σου. 
Αποκοιμιέται, τι κοιτάζεις; 
Πέρα από το γυμνό σου κοριτσίστικο "Αντίο Στούρνε"
ποιος ήταν τελικά αυτός ο άντρας 
που τώρα πεθαίνει και τον λυπάσαι; 
Η δουλειά του ήταν να ξεφορτώνει 
το γαϊδούρι ενός δαίμονα 
και να σερβίρει κουρασμένα φαγητό
στις μνήμες των ανθρώπων. 
Χωρίς να σκέφτεται διακλαδώθηκε 
στο σχήμα του χάρτη της Βορείου Αμερικής 
σου πρόσφερε παγωτό
δίχως να κάνει θόρυβο. 
Εμφανίστηκε αργότερα στις κάμερες 
ξυπόλυτος κι αχτένιστος. 
Λένε πως το 'κανε για να στείλει κάποιο μήνυμα. 
Μα αυτός σχεδίαζε το πρόσωπό σου.



Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Μαρία Ντενίσοβα

Η  Μαρία Αλεξάντροβνα Ντενίσοβα, γεννήθηκε το 1894 στο Χάρκοβο της Ουκρανίας. Μέλος φτωχής αγροτικής οικογένειας, κατοπινή γλύπτρια κυρίως της Σοβιετικής προπαγάνδας, πρώτος και ανεκπλήρωτος έρωτας του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.

Αυτή είναι η "Μαρία", στο ποίημα "Σύννεφο με παντελόνια" που ξεκίνησε σαν γράμμα και με τον αρχικό τίτλο "ο δέκατος τρίτος Απόστολος" τίτλος που εγκαταλείφθηκε δε λόγω της λογοκρισίας της εποχής. 

Οι δυο τους γνωρίστηκαν στην Οδυσσό το 1913, όπου η Ντενίσοβα φοιτούσε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο Μαγιακόφσκι αμέσως την ερωτεύθηκε, παθιάστηκε μαζί της και υπέφερε πάρα πολύ καθώς προσπάθησε να εκβιάσει την αγάπη της, μη συνυπολογίζοντας τις όποιες επιθυμίες και σχέδια είχε η ίδια.
Η Ντενίσοβα δεν εντυπωσιάστηκε από τον Μαγιακόφσκι σε βαθμό που να συνάψει σχέσεις μαζί του.

Η ζωή της ήταν πάντοτε ριψοκίνδυνη. Πολέμησε μαζί με πολλές άλλες γυναίκες στον Ρωσικό εμφύλιο. Κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας προσβλήθηκε από τύφο κι αργότερα από κάποια μορφή ψυχασθένειας, τη λεγόμενη "Ψυχασθένεια της Πρώτης Γραμμής", όπως αποκαλούνταν τότε η συγκεκριμένη ψυχολογική διαταραχή, που χαρακτηριζόταν από  φοβίες, εμμονές, και υπερβολικό άγχος. 

Παρέμεινε ωστόσο μέχρι το τέλος πιστή στην επανάσταση. 

Στα γλυπτά της κυριαρχεί το επαναστατικό ηρωικό θέμα, με πορτραίτα διάσημων στρατιωτικών του Εμφυλίου Πολέμου. Ένα από τα γνωστά της έργα είναι "Ο ποιητής" (1927), γύψινη προτομή του Μαγιακόφσκι, στην είσοδο του ομώνυμου μουσείου που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του ποιητή.
Άλλα έργα της επίσης εκτίθενται στο εν λόγω μουσείο.

Στα τέλη του 1930 η Μαρία Ντενίσοβα έπεσε στην αφάνεια και σταμάτησε να βλέπει και να συναναστρέφεται φίλους. Κατέφυγε στην Αγγλία με μια από τις δύο της κόρες, την Άλυα ή Αλίκη. 

Αυτοκτόνησε το 1944 με άλμα στο κενό από το δέκατο όροφο. 



Σύννεφο με παντελόνια, απόσπασμα.

[...]
Μαρία, έλα!
Μαρία!
Φοβάμαι ότι το όνομά σου θα ξεχάσω, 
όπως ο ποιητής φοβάται να ξεχάσει
κάποια,
μέσα στα βάσανα της νύχτας, γεννημένη λέξη
με την μεγαλοσύνη της ισάξια με τον Θεό.
Το κορμάκι σου
θα το φυλάω και θα το αγαπάω,
όπως απ’ τον πόλεμο ακρωτηριασμένος στρατιώτης,
άχρηστος, 
κανενός,
φυλάει το πόδι του μοναδικό.
[...]


Το απόσπασμα είναι από τον τόμο: ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ 
Μετάφραση από τα ρωσικά, Πέτρος Ανταίος, εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ.

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Τούτο το διήγημα απευθύνεται στη διανόηση του αναγνώστη που από μόνη της σκηνοθετεί. S.M.

Στεφάν Μαλλαρμέ
Ο ΙΓΚΙΤΟΥΡ Ή Η ΤΡΕΛΑ ΤΟΥ ΕΛΒΕΝΟΝ
 μτφρ: Ν.Γ.Πεντζίκης


Παλιά σπουδή

[ΕΙΣΑΓΩΓΗ]

Όταν οι πνοές των προγόνων θέλουν να φυσήξουν το κερί, (που ίσως εξαιτίας του υφίστανται στο μαγικό βιβλίο τα γράμματα) – λέει «Όχι ακόμα!»
Στο τέλος, όταν οι θόρυβοι θα 'χουν εξαφανιστεί, θα βγάλει ο ίδιος μιαν απόδειξη για κάτι το μεγάλο (μήτε άστρα; το τυχαίο εκμηδενίστηκε;) από το απλό γεγονός ότι μπορεί να προκαλέσει τη σκιά φυσώντας πάνω στο φως.
Έπειτα – καθώς θα έχει μιλήσει σύμφωνα με το απόλυτο – που αρνιέται την αθανασία, το απολυτο θα υπάρχει απέξω – φεγγάρι, από πάνω στο χρόνο: Και τις κουρτίνες θ' ανασηκώσει, απέναντι.

Ο Ίγκιτουρ, μικρό παιδί, διαβάζει στους προγόνους του το μάθημά του.

4 ΜΕΡΗ

[ΕΝΔΕΙΞΗ]

1.Το μεσονύχτι
2.Η σκάλα
3.Το ρίξιμο απ' τα ζάρια
4.Ο ύπνος απάνω στις στάχτες, μετά το φύσημα του κεριού.

Περίπου τα ακόλουθα:
Σημαίνουν Μεσάνυχτα – το Μεσονύχτι που πρέπει να ρίξουμε τα ζάρια. Ο Ίγκιτουρ κατεβαίνει τις σκάλες, του ανθρωπίνου πνεύματος, πάει στο βάθος των πραγμάτων: Καθώς είναι «απόλυτο». Τάφοι – στάχτες, (ούτε αίσθημα, μήτε πνεύμα) ουδετερότητα. Απαγγέλλει την πρόρρηση και τελεί την χειρονομία. Αδιαφορία. Σφυρίγματα στη σκάλα. «Κάματε λάθος» ουδεμία συγκίνηση. Το άπειρο προέρχεται από το τυχαίο, που αρνηθήκατε. Σεις μαθηματικοί ξεψυχήσατε – ο εαυτός μου απόλυτο μελλούμενο. Θα 'πρεπε να περατώνεται σε άπειρο. Μονάχα λόγος και χειρονομία. Σχετικά μ' ό,τι σας λέω, για να εξηγήσω τη ζωή μου. Τίποτα δεν θ' απομείνει από σας – το άπειρο ξεφεύγει επιτέλους απ' την οικογένεια, που μαζί του υπόφερε, – αρχαίο διάστημα – κανένα τυχαίο. Είχε δίκαιο να τ' αρνηθεί, – τη ζωή του – για να μπορέσει να γίνει αυτός απόλυτο. Αυτό θα συνέβαινε στο χώρο των συνδυασμών του Άπειρου αντίκρυ με τ' Απόλυτο. Αναγκαίο – αντλεί την Ιδέα. Τρέλα ωφέλιμη. Μια από τις πράξεις του σύμπαντος συντελέστηκε εδώ. Άλλο τίποτα, η αναπνοή απόμεινε, τέλος του λόγου και της χειρονομίας ενωμένων – φυσά το κερί του είναι, που μ' αυτό τα πάντα έγιναν. Απόδειξη.
(Εμβάθυνε σε όλα αυτά)

Ι.

ΤΟ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙ

Βέβαια υφίσταται μια παρουσία του Μεσονυχτιού. Η ώρα δε χάθηκε σε καθρέφτη, δε χώθηκε σε παραπετάσματα, αναπλάθοντας με την αδειανή της ηχηρότητα κάποια επίπλωση. Θυμούμαι το χρυσάφι της που πήγαινε να μοιάξει κόσμημα τίποτα ονείρου, πλούσια κι ανωφέλευτη επιβίωση, μόνο που στο θαλασσινό κι αστρικό σύμπλοκο κάποιας χρυσοχοϊκής διαβαζόταν το άπειρο τυχαίο των συζεύξεων.
Αποκαλύπτοντας τα μεσάνυχτα, ποτέ τότε παρόμοιο δε φανέρωσε συνταίριαγμα, γιατί νάτην η μοναδική που δημιούργησε ώρα. Όπου και θάλασσα και αστερισμοί ξεχωρίζουν απ' τ' Άπειρο, παραμένοντας, στην εξωτερικότητα, αμοιβαία μηδέν, για να εναποθέσουν την ουσία, στην ώρα την ενιαία, να κάμει το απόλυτο παρόν των πραγμάτων.
Και η παρουσία του Μεσονυχτιού παραμένει στ' όραμα του χρόνου όπου η μυστηριώδης επίπλωση καθηλώνει αόριστη μια δόνηση σκέψης, θραύσμα φωτεινό της επιστροφής και του αρχικού των κυμάτων της απλώματος, ενώ ακινητοποιείται (σε όριο κινητό) η προηγούμενη απ' την πτώση της ώρας θέση σε γαλήνη ναρκωτική του εγώ καθαρού μακρόχρονα ονειρεμένου. Που ο χρόνος του όμως αποσυνετέθηκε σε παραπετάσματα όπου απαω στάθμευσε, συμπληρώνοντάς τα με την αίγλη της, μποδισμένη η δόνηση, μέσα σε λήθη, σαν κόμη που λιποθυμεί, τριγύρω στο φωτισμένο πρόσωπο του μυστηρίου, με μάτια τίποτα όμοια ο καθρέφτης, του φιλοξενούμενου, του στερημένου κάθε σημασία όσο και παρουσία.
Είναι τ' όνειρο το καθαρό ενός Μεσονυχτιού εξαφανισμένο στον εαυτό του, που τη Λάμψη του την αναγνώρισαν, μονάχο που στους κόλπους παραμένει της βυθισμένης συμπλήρωσής του στη σκιά, και την στειρότητά του συνοψίζει στην ωχρότητα ενός βιβλίου ανοιχτού που επιδεικνύεται στο τραπέζι. Σελίς και διάκοσμος της Νύχτας συνηθισμένα, μόνο που ακόμα υφίσταται η σιωπή ενός λόγου που πρόφερε αρχαίου, όπου, επιστρέφοντας, τούτο το Μεσονύχτι αναπλάθει τη σκιά του τελειωμένη και εκμηδενισμένη με τα λόγια αυτά: Υπήρξα η ώρα που οφείλει να με κάμει καθαρό.
Νεκρή από καιρό, τέτοια καθρεφτίζεται μια αρχαία ιδέα στη λάμψη της χίμαιρας που μέσα της το όνειρο της εξέπνευσε, και αναγνωρίζει στην απρομνημόνευτη τον εαυτό της κενή χειρονομία που την ίδια προσκαλεί, για να περατώσει του πολικού ονείρου αυτού τον ανταγωνισμό, να πάει, και με τη λάμψη μαζί τη χιμαιρική και το κείμενο ξανά κλειστό, στο χάος της αμβλωμένης σκιάς και του λόγου που συγχωρεί τα Μεσάνυχτα.
Ανώφελο, της επίπλωσης που συμπληρωμένη θα σωριαστεί σ' ερέβη όπως τα παραπετάσματα, που βάρυναν κιόλας στο σταθερό όλων των ημερών σχήμα, ενώ, αυτενέργητη αναλαμπή, από την ίδια της γεννημένη την προβολή στης σκοτίδας το καθρέφτισμα, σπινθηρίζει η καθάρια του διαμαντιού φωτιά στο ρολόγι, μοναδική επιβίωση και κόσμημα της αιώνιας Νύχτας, διατυπώνεται η ώρα σ' αυτήν την ηχώ, στο κατώφλι θυρόφυλλων που με την πράξη του της Νύχτας άνοιξαν: «Χαίρε που υπήρξα, νύχτα, ό ίδιος σου τάφος, που, η επιζώσα όμως σκιά, θα μεταμορφωθεί σε αιωνιότητα».

ΙΙ.

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΗΝ ΚΑΜΑΡΗ ΚΑΙ ΧΑΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΚΑΛΕΣ

(Αντί να κατέβει καβαλώντας στην καγκελλαριά)

Σαν εξαφανίστηκε η σκιά στο σκοτάδι, η Νύχτα απόμεινε με μια αμφίβολη αίσθηση εκκρεμούς που πάει να φταστεί και να ξεψυχήσει στον εαυτό του. Μα ό,τι λάμπει και πάει, εκπνέοντας στον εαυτό του, να αποσβεστεί, ο εαυτός της αντιλαμβάνεται να το σηκώνει ακόμα. Λοιπόν, αυτηνής είναι δίχως αμφιβολία ο χτύπος που είχε ακουστεί και ο θόρυβός του ο ολοκληρωτικός που ανεπιστρεπτί κατάπεσε στερημένος στο παρελθόν του.
Αν από τη μια το διφορούμενο έληξε, από την άλλη μια κίνηση διαρκεί, πιο επίμονη, σημαδεμένη μ' ένα διπλό χτύπημα, που δεν προσεγγίζει πια η όχι ακόμη την έννοιά της, κι ένα της τωρινό ψαύσιμο, κατώπς πρέπει να γίνεται, συγκεχυμένα γεμίζει το διφορούμενο ή την παύση του: σάμπως η ολοκληρωτική πτώση που στάθηκε το μοναδικό βρόντημα των πυλών του τάφου, να μην έσβηνε ανεπιστρεπτί τον φιλοξενούμενο. Και στην αβεβαιότητα που προέρχεται πιθανόν από την καταφατική διατύπωση, που με του εντάφιου κενού επεκτείνεται την αναπόληση το σκόνταμα, όπου η λάμψη συγχέεται, της πτώσης ένα όραμα παρουσιάζεται των θυρόφυλλων που διακόπηκε, σάμπως ο εαυτός του να 'ταν ο ίδιος, που προικισμένος τη μεταίωρη κίνηση, πάνω του την γύριζε στην επακόλουθη ιλιγγιώδη σπείρα. Και επ' αόριστο θα 'πρεπε ν' αφίσταται, αν μια κατάθλιψη αυξάνουσα, βάρος βαθμιαίο απ' ό,τι δεν αντιλαμβανόμασταν, παρ' όλο που ήταν εξηγημένο γενικά, δεν υπέθετε βεβαία την απόδραση σ' ένα ενδιάμεσο, την παύση. Ή, όταν το χτύπημα ξεψύχησε, και αυτές αφομοιώθηκαν, τίποτα πράγματι δεν ακούστηκε πια: παρά μόνο παράλογων ο χτύπος φτερών κάποιου φιλοξενούμενου που η νύχτα τον τρόμαξε τον χτύπησε στον βαρύ του ύπνο η λάμψη και εξακολουθεί την απροσδιόριστή του φυγή.
Γιατί, το μέρος τούτο που άγγισε το λαχάνιασμα, δεν ήταν κάποια του εγώ αμφιβολία στερνή, που σάλευε τα φτερά της περνώντας κατά τύχη, παρά η συνεχής και οικεία μιας ανώτερης ηλικίας προσεπαφή, που πνεύματα πάρα πολλά επιμελήθηκαν να συλλέξουν όλη από τους αιώνες τη σκόνη στον τάφο της, για να καθρεφτιστούν σ' ένα εγώ καθαρό, και υποψία καμιά να μη διαβεί απάνω στην αραχνένια κλωστή – ώστε η ύστατη να καθρεφτιστεί στον ίδιο τον εαυτό της σκιά, και μέσα στο πλήθος ν' αναγνωριστεί τις εμφανίσεις της που συμπεριλαμβάνονται στο μαργαρώδες άστρο του νεφελώματος της γνώσης των που κρατά το 'να χέρι, και τ' άλλο τον τόμο τους με τον χρυσό σπινθήρα στο θυρεό του κλείστρου. Τον τόμο από τις νύχτες τους. Τέτοια, βλέποντας τον εαυτό της, τώρα, για να βλέπεται, καθαρή, τούτη, η Σκιά, με τη στερνή της μορφή που ποδοπατεί, πίσω της, πλαγιασμένη και ξαπλωμένη, κι ύστερα εμπροστά της, σε ένα πηγάδι, η έκταση από τα κοιτάσματα της σκιάς, που αποδίδεται στην καθραή νύχτα, απ' όλες τις όμοιές της που παρουσιάστηκαν νύχτες, για πάντα μ' αυτές χωρισμένα κοιτάσματα, που σίγουρα δεν τα γνώρισαν – που, το ξέρω, δεν είναι παρά η παράλογη του θορύβου προέκταση του κλεισίματος της πύλης του τάφου που θυμίζει την πύλη του του πηγαδιού εκείνου η είσοδος.
Τούτη τη φορά, δε χωρεί αμφιβολία πια. Η βεβαιότητα καθρεφτίζεται στ' ολοφάνερο: άδικα, αναπόληση ενός ψέματος, που στάθηκε η συνέπειά του, ακόμα τ' όραμα παρουσιαζόταν ενός τόπου, όπως θα 'πρεπε να 'ταν, για παράδειγμα, το προσδοκώμενο ενδιάμεσο, στ' αλήθεια, έχοντας, για πλάγια τοιχώματα τη διπλή των θυροφύλλων αντίθεση, και για αντικρινά εμπροστά και πίσω, τ' άνοιγμα τίποτα αμφιβολίας που με την επέκταση του θόρυβου των θυροφύλλων μεταδίδεται, όπου κρύβεται το πτέρωμα, και από το εξερευνημένο διχασμένη διφορούμενο, η τέλεια συμμετρία από τα προβλεπόμενα πορίσματα διέψευδε την αλήθεια της. Δε χωρούσε να γελαστείς ήταν η συνείδηση του εγώ (που το ίδιο το παράλογο θα της χρησίμευε ως χώρος) η ευτυχία του.
Παρουσιάζεται εξίσου στη μια και στην άλλη όψη των λαμπερών και αιωνίων τοιχωμάτων δικό της μη κρατώντας παρά την οπάλινη στο 'να χέρι λάμψη της γνώσης της και στ' άλλο τον τόμο της, τον τόμο από τις νύχτες της που είναι τώρα κλειστός: παρελθόν και μέλλον που τέλεια και τελειωμένα εξουσιάζει η σκιά καθαρή φτάνοντας στον κολοφώνα του εγώ, απέξω τους. Ενώ μπροστά και πίσω επεκτείνεται το εξερευνημένο ψέμα του άπειρου, ερέβη όλων μου των οπτασιών συγκεντρωμένων, τώρα που ο χρόνος έληξε και πια δεν τις μοιράζει, ξαναπεσμένες σε βαρύν ύπνο, ατόφιο, (τότε που πρωτακούστηκε ο θόρυβος) που στ' άδειο του μέσα ακούω της ίδιας μου της καρδιάς τους παλμούς.
Δε μ' αρέσει ο θόρυβος αυτός: αυτή της βεβαιότητάς μου η τελειότητα μ' ενοχλεί: όλα παραείναι φωτεινά, η λάμψη μαις απόδρασης την επιθυμία φανερώνει. Όλα λάμπουν πολύ, θα μ' άρεσε να επιστρέψω στη Σκιά μου, την προϋπάρχουσα και άπλαστη, και με τη σκέψη ν' απεκδυθώ τη μεταμφίεση που η ανάγκη μου επέβαλε, να κατοικήσω αυτής της φυλής την καρδιά (που εδωνά ακούω να χτυπά) μοναδικό του επαμφοτερισμού απομεινάρι.
Στ' αλήθεια, στην ανησυχαστική και ωραία τούτη συμμετρία της κατασκευής του ονείρου μου, ποιο από τα δυό να εκλέξω ανοίγματα, μια και μέλλον πια δεν υπάρχει που το ένα απ' αυτά να το αντιπροσωπεύει; Και τα δυό οριστικώς ισοδύναμα, τάχα δεν αποτελούν τη σκέψη μου; Πρέπει ακόμα να φοβούμαι το τυχαίο, τον προαιώνιο αυτόν εχθρό που με διαμοίρασε σε δημιουργημένα ερέβη και χρόνο, ειρηνεμένα και τα δυο εδώ στον ίδιο ύπνο; Και τάχα, με το τέλος του χρόνου, που είχε ως συνέπεια το αυτό για τα ερέβη, εκείνο το ίδιο δεν εκμηδενίστηκε;

(Ψίθυρος)

Πράγματι, η πρώτη π' ανταμώνουμε μοιάζει με την σπείρα την προηγούμενη: ο ίδιος ρυθμικά κοφτός θόρυβος, και το ίδιο το ψαύσιμο: όμως καθώς το παν έλαβε τέλος, τίποτε πια να με τρομάξει δε μπορεί: ο τρόμος μου που με μορφή πουλιού προέτρεξε είναι πολύ μακριά: τάχα από την οπτασία του τι υπήρξα δεν αντικαταστάθηκε; και μ' αρέσει τώρα να το σκέφτομαι, τ' όνειρό μου για να μπορέσω να βγάλω απ' αυτήν την αμφίεση.
Τάχα τούτη η ρυθμική τμήση ο θόρυβος, δεν ήταν από το προχώρημα του ανθρώπου μου που στη σπείρα τώρα συνεχίζεται, και το ψαύσιμο, της διφυίας του το αβέβαιο ψαύσιμο; Τελοςπάντων δεν είναι η τριχωρή κοιλιά ενός κατωτέρου μου φιλοξενούμενου, που η αμφιβολία στη λάμψη της προσέκρουσε, κι αυτός μ' ένα φτεροκόπημα ξέφυγε, αλλά μιας ανώτερης ή βελουδένια φυλής προτομή που το φως την τσαλακώνει, και ανασαίνει μέσα σε ατμόσφαιρα αποπνικτική, από ένα πλάσμα που δεν έχει η σκέψη του εαυτού της συνείδηση, του τελευταίου προσώπου μου, που έν' αραχνένιο πτύχωμα το χώρισε από το πλάσμα του, και το ίδιο δεν γνωρίζεται: και, τώρα που για πάντα ξεχώρισε η διφυία του, και π' ούτε πια ακούω το θόρυβο του προχωρήματός του δια μέσου του, δια μέσου του θα ξεχαστώ, και θα διαλυθώ στο εγώ μου.
Το χτύπημά του τρικλίζει ξανά όπως πριν αποκτήσει τη συνείδηση του εαυτού του: ήταν η τμήση η ρυθμική του μέτρου μου που η θύμησή της μεγαλωμένη μου ξανάρθε από τον θόρυβο του χρόνου στο διάδρομο της πύλης του τάφου μου, και από την παραίσθηση: και, το ίδιο που στ' αλήθεια υπήρξε κλειστή, το ίδιο τώρα πρέπει ν' ανοίξει για να μπορέσει να εξηγηθεί τ' όνειρό μου.

[Εγκαταλείπει την κάμαρη]

Σήμανε η ώρα μου να φύγω, η καθαρότητα του κρύσταλου θ' αποκατασταθεί, δίχως αυτό το πλάσμα, του εαυτού μου όραμα – μαζί του όμως θα πάρει το φως! – η νύχτα! Πάνω στ' άδεια τα έπιπλα, ξεψύχησε τ' Όνειρο μέσα σε τούτη τη γυαλένια φιάλη, καθαρότητα – που περιέχει την ουσία από το Μηδέν.


ΙΙΙ.

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΓΚΙΤΟΥΡ

[ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ]

Φυλή μου άκουσε πριν μου σβύσεις το κερί – της ζωής μου που θα σου κάμω τον απολογισμό – Εδωνά: νεύρωση, ανία, (ή Απόλυτο!)

[Ώρες κενές: καθαρά αρνητικές]

Έζησα πάντα προσηλωμένη την ψυχή μου στο ρολόγι. Βέβαια, το παν έκαμα ώστε ο χρόνος που σημαίνονταν να 'μενε παρών μέσα στην κάμαρη, και να γινόταν για μένα η τροφή και η ζωή – τις κουρτίνες πάχυνα, και καθώς, για να μην αμφιβάλλω στον εαυτό μου είμουν υποχρεωμένος αντίκρυ σε τούτον να καθήσω τον καθρέφτη, μ' ακρίβεια περισυνέλεξα τα πιο ελάχιστα μόρια του χρόνου μέσα σε ολοένα παχυνόμενα υφάσματα. – Πολλές φορές μου 'καμε μεγάλο καλό το ρολόγι.

(Τούτο πριν να ολοκληρωθεί η Ιδέα του; Πράγματι, πετάχτηκε απ' τη φυλή του έξω του χρόνου ο Ίγκιτουρ).

Ιδού ο Ίγκιτουρ εν συνόψει, απ' όταν ολοκληρώθηκε η Ιδέα του: – Το παρελθόν που περιλαμβάνει η φυλή του απάνω του βαραίνει με την αίσθηση του πεπερασμένου, τούτη την ανία καθιζαίνει η ώρα από το εκκρεμές σε βαρύ χρόνο, αποπνιχτικό, και της συντελείας του μέλλοντος, η αναμονή του, καθαρόν σχηματίζουν χρόνο, ή ανία, που η αρρώστεια την κάνει του ιδεώδους ασταθή: τούτ' η ανία, μη μπορώντας να υπάρχει, μετατρέπεται στα στοιχεία της, μέσα σε λίγο, όλα τα κλειστά έπιπλα, και γεμάτα με το μυστικό τους. Και ο Ίγκιτουρ καθώς απειλείται από το μαρτύριο να υπάρχει αιώνια, που το προαισθάνεται αόριστα, ψάχνοντας μες στον καθρέφτη, που 'γινε ανία, τον εαυτό του, και βλέποντας να είναι ακαθόριστος, και έτοιμος σα να 'ταν να λιποθυμήσει μες στο χρόνο να εξαφανιστεί, αναπολώντας τον εαυτό του ύστερα. Ύστερα όταν απ' όλη τούτη την ανία, χρόνο, ξαναέγινε ο ίδιος, βλέποντας εκεί μέσα τον εαυτό του να τον περιβάλλει αραιότητα, απουσία ατμόσφαιρας, και να στρεβλώνουν μέσα στο κενό τις χίμαιρες τους τα έπιπλα, και αδιόρατα ν' αναρριγούν οι κουρτίνες, ανήσυχες. Τότε, ανοίγει τα έπιπλα, το μυστήριό τους ν' αδειάσουν, το άγνωστο, τη σιωπή τους, τη μνήμη τους, εντυπώσεις και ικανότητες ανθρώπινες, – και σαν νομίσει ότι ξανάγινε ο ίδιος, προσηλώνει με την ψυχή του το ρολόγι, που η ώρα του εξαφανίζεται στον καθρέφτη, ή πάει και κρύβεται στις κουρτίνες, παραγέμισμα επιπλέον δίχως ούτε στην ανία να τον αφήνει που επικαλείται και ονειρεύεται. Ανήμπορος από την ανία.

Χωρίζεται από τον ακαθόριστο χρόνο και υπάρχει! Και σαν άλλοτε δεν πρόκειται με μια δόνηση τεφρή να σταθεί ο χρόνος τούτος πάνω στους ατόφιους εβένους που οι χίμαιρές τους με μια καταθλιπτική αίσθηση πεπερασμένου κλείναν τα χείλη, και, στα βεβαρυμένα και κορεσμένα μη μπορώντας πια παραπετάσματα να χωρέσει, με ανία να γεμίσει έναν καθρέφτη όπου, πνευστιώντας και παθαίνοντας ασφυξία, ικέτευα ένα ακαθόριστο να παραμείνω πρόσωπο που μέσα εντελώς χάνονταν στον συγκεχυμένο καθρέφτη. Ίσαμε που επιτέλους, μια στιγμή τραβώντας τα χέρια από τα μάτια μου όπου τα είχε βάλει για να μη το δω να εξα, μέσα σε μια αίσθηση τρομαχτική αιωνιότητας η φρίκη. Και σαν πάλι άνοιξα στο βάθος του καθρέφτη τα μάτια, το πλάσμα έβλεπα της φρίκης, της φρίκης το φάντασμα που από λίγο λίγο απορροφούσε ό,τι ακόμα έμενε μέσα στον καθρέφτη πόνος και αίσθημα, με τα ύστατα τρέφοντας τη φρίκη του ρίγη από τις χίμαιρες και των παραπετασμάτων την αστάθεια, και να σχηματίζεται αραιώνοντας ίσαμε μιαν ανήκουστη καθαρότητα τον καθρέφτη, – ώσπου, σταθερά, να ξεχωρίσει από τ' απόλυτα καθαρό κρύσταλο, σάμπως σχηματισμένο στον πάγο του, – ώσπου τα έπιπλα επιτέλους, με τα στοιχειά τους που 'χαν υποκύψει μαζί με τις συσπάσεις των δακτυλίων τους, να έχουν πεθάνει σε στάση σοβαρότητας και απομόνωσης, μέσα στην απούσα ατμόσφαιρα τις σκληρές τους προβάλλοντας γραμμές, μαρμαρωμένα στη στερνή τους προσπάθεια τα στοιχειά, και διακόπτοντας οι κουρτίνες την ανησυχία τους να καταπέσουν, σε στάση που διαπαντός θα όφειλαν να κρατήσουν.

IV.

ΤΟ ΡΙΞΙΜΟ ΑΠ' ΤΑ ΖΑΡΙΑ

(ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ)

[ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ]

Εν συντόμω σε πράξη που παίζει ρόλο το τυχαίο, το τυχαίο κάθε φορά θα εκπληρώσει την ιδέα του καταφάσκοντας ή αρνούμενο τον εαυτό του. Άρνηση και κατάφαση άντικρυ στην ύπαρξή του πέφτουν έξω. Περιέχει το Παράλογο – το υποθέτει, αλλά σε κατάσταση λανθάνουσα κι εμποδίζει την ύπαρξή του: κι αυτό είναι που επιτρέπει στο Άπειρο να υπάρχει.

Το Κεράτιο είναι το Κέρατο του ίππου – του μονόκερου.

Όμως η πράξη ολοκληρώνεται.
Τότε το εγώ του εκδηλώνεται με τ' ότι ξαναπαίρνει την Τρέλα: παραδέχεται την Πράξη, και, εκούσια, ξαναπαίρνει την Ιδέα, σαν Ιδέα: και η Πράξη (όποια κι αν είναι η δύναμη που την οδήγησε) μια και αρνήθηκε το τυχαίο, συνεπάγεται μ' αυτό πως στάθηκε η Ιδέα αναγκαία.

-Τότε αντιλαμβάνεται ότι τρέλα, βέβαια, είναι απόλυτα να την παραδεχτείς: σύγχρονα όμως μπορεί να πει, ότι με το γεγονός τούτης της τρέλας, έχοντας αρνηθεί το τυχαίο, η τρέλα τούτη στάθηκε αναγκαία. Σε τί; (Κανείς δεν το ξέρει, είναι απομονωμένο απ' την ανθρωπότητα).

Το παν επί του προκειμένου είναι ότι η φυλή του στάθηκε καθαρή: ότι την καθαρότητά της την αφαίρεσε από το Απόλυτο, για να 'ναι αυτή, και απ' αυτό δίχως ν' αφήσει παρά μόνο μιαν Ιδέα, που καταλήγει κι αυτή στην Ανάγκη: και πως όσο για την Πράξη, είναι τέλεια παράλογη έξω από κίνηση (προσωπική) που επιστρέφει στο Άπειρο: αλλά ότι το Άπειρο επιτέλους ορίστηκε.

ΣΚΗΝΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ, ΠΑΛΙΟΣ ΙΓΚΙΤΟΥΡ

Ένα ρίξιμο απ' τα ζάρια που εκπληρώνει μια πρόρρηση, απ' όπου εξαρτήθηκε η ζωή μιας φυλής. «Μη σφυράτε» στους ανέμους, στους ίσκιους – αν πρόκειται, ως ηθοποιός, να κάμω το κόλπο μου εξάρες – με κανέναν τρόπο δε χωρεί τυχαίο.
Απαγγέλλει την πρόρρηση , που κατά βάθος την κοροϊδεύει. Εγένετο τρέλα.

Ο Ίγκιτουρ απλώς αναταράσσει τα ζάρια – κίνηση, πριν να πάει ν' ανταμώσει τις στάχτες, μόρια των προγόνων του: η κίνηση που υπάρχει μέσα του συγχωρείται. Καταλαβαίνουμε τι σημαίνει ο επαμφοτερισμός.
Κλείνει το βιβλίο – φυσά το κερί, – με την πνοή του που περιείχε το τυχαίο: και, σταυρώνοντας τα χέρια, πλαγιάζει πάνω στις στάχτες των προγόνων του.
Σταυρώνοντας τα χέρια – χάθηκε το Απόλυτο, σε καθαρότητα της φυλής του, (γιατί αλλιώς δε μπορεί να γίνει μια και παύει ο θόρυβος).
Πανάρχαια φυλή, κατάπεσε ο χρόνος της που βάραινε, υπερβολικός, στο παρελθόν, και που γεμάτη τυχαίο δεν έζησε, τότε, παρά με το μέλλον της μόνο. – Έχοντας τούτο το τυχαίο αρνηθεί χάρις σ' έναν αναχρονισμό, ένα πλάσμα, ύστατη ενσάρκωση αυτής της φυλής, – που, χάρις στο παράλογο, νιώθει μέσα του την ύπαρξη του Απόλυτου, έχει, ξεμοναχιασμένο, ξεχάσει τον ανθρώπινο λόγο στο βιβλίο το μαγικό, και τη σκέψη σ' ένα φέγγος, το 'να την άρνηση εξαγγέλλοντας, φωτίζοντας τ' άλλο τ' όνειρο που μέσα σ' αυτό βρίσκεται. Το πλάσμα που, πιστεύοντας την ύπαρξη του μόνου Απόλυτου, φαντάζεται ότι βρίσκεται παντού μέσα σ' όνειρο (δρα σύμφωνα με το Απόλυτο) θεωρεί την πράξη ανώφελη, γιατί υπάρχει και δεν υπάρχει τυχαίο – το ανάγει το τυχαίο στο Άπειρο – που, λέγει, κάπου πρέπει να υπάρχει.

V.

ΠΛΑΓΙΑΖΕΙ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ

Πάνω στις στάχτες των άστρων, τις αδιαχώριστες της οικογένειας, το πλάσμα το φτωχό, ήταν πλαγιασμένο, αφού ήπιε από το μηδέν τη σταλαγματιά που λείπει στη θάλασσα. (Η άδεια φιάλη, τρέλα, αυτό όλο μένει απ' τον πύργο;) Φεύγοντας το Μηδέν μένει ο πύργος της καθαρότητας.


Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΛΛΑΡΜΕ (1842 - 1899) εργάστηκε δίχως εξάρσεις, με σεμνότητα και πειθαρχία, αντικαθιστώντας την έμπνευση με σκέψη, σκοτεινιάζοντας τις αρχικά πολύ απλές και σαφείς ιδέες των εμπνεύσεων ώστε να καταντούν αινίγματα που απαγορεύουν κάθε απήχηση της αμεσότητας, διορθώνοντας και ξαναδιορθώνοντας τα κείμενά του, προσπαθώντας ν' ανακαλύψει μια γλώσσα αμόλευτη, προσέχοντας ευλαβικά τη σημασία του λευκού χαρτιού, δίνοντας υλική υπόσταση στα κενά ανάμεσα στις λέξεις, προσέχοντας τη στίξη, το μέγεθος των περιόδων, ξεμοναχιάζοντας τη λέξη σαν μονάδα, καθαρό χρώμα, μουσικό φθόγγο, παίζοντας, διαρκώς παίζοντας με παρηχήσεις, ομόηχα, διφορούμενα, λογοπαίγνια πάνω στις διπλές και τριπλές σημασίες που χαρίζουν στις λέξεις του σπάνια ακτινοβολία και απροσδόκητες μαρμαρυγές· εργάστηκε χρησιμοποιώντας ως προσχέδιο της ποιητικής του πρόζας: "Ένα ρίξιμο απ' τα ζάρια ποτέ να καταργήσει δεν πρόκειται το τυχαίο", τον Ίγκιτουρ.

Ν.Γ. Πεντζίκης, για τον Μαλλαρμέ.