Λουκάς Λιάκος
αστικό πηγάδι καταμεσίς στον κεντρικό
με από πάνω πρόχειρες σανίδες
όπου το πρωί κάθεται ένας εργάτης
και τρώει άπλυτες φράουλες
ενώ το καλοκαίρι περνάει τακ τακ τις μικρές ώρες
το κορίτσι που τολμάει
Κ.Α

Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

 


Μινκόβσκι

Ανάμεσα στη σκέψη και το συναίσθημα υπάρχει το εύρος του χρόνου που βρίσκεται σε αναστολή κι αυτό το αγόρι που καθόταν ασάλευτο δίπλα στο ποτάμι κρυμμένο μέσα σε μια τρύπα από φρύγανα κρατώντας μια σφεντόνα με τεντωμένο το λάστιχο έχοντας για παρέα του έναν επίσης ακίνητο σαν πεθαμένο σκύλο ζούσε το δικό του διάστημα λιποθυμίας του χρόνου το ψυχοσωματικό σύμπτωμα συμπεριφοράς της συνείδησης όπου όλα μοιάζουν να στέκουν μετέωρα ισορροπημένα και για λίγο σαν εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις με την ιδιαίτερη αδυναμία στην ταυτόχρονη έκθεση στο καλό ή το κακό όπου δυο αφαιρέσεις συμβαίνουν την ίδια στιγμή δίνοντας την ομοιομορφία του μηδενός το κρυφό ουδέτερο σχήμα που με τη σειρά του δίνει το ακαταμάχητο στη ζωή έναντι του θανάτου διατηρώντας επιδέξια την γενική επιθυμία των αρνητικών ή θετικών στοιχείων του χαρακτήρα που διαρκώς ανασκουμπώνονται παραμένοντας απρόσιτα στη θέση τους μέσα στο κέλυφος του χρόνου που δεν είναι στ’ αλήθεια χρόνος μα χρονικός δισταγμός είναι το όριο ενηλικίωσης της απουσίας του χρόνου ο συνδεδεμένος ιστός η ομοιόσταση που αφηρημένα ενώνονται ταιριάζουν αυτοί οι δύο άνθρωπος και σκύλος ανέπνεαν ήσυχα μέσα στην πρωινή ζέστη το τρίχωμα του σκύλου ήταν μαύρο και στιλπνό τα αυτιά του όρθια έδειχναν εμπρός η μύτη του πεισματικά ανασηκωμένη τα χείλη του παιδιού ήταν ωχρά το πρόσωπο λείο τα μπράτσα και τα πόδια λεπτά τα γόνατα γεμάτα σκισίματα με ξεραμένο αίμα το βλέμμα στην ουσία δεν έβλεπε τίποτα άκουγε μόνο διεύρυνε χώριζε τον χώρο σε γωνίες και μοίρες περιμένοντας να συμβεί με τη φυσική του σειρά κάτι εκεί μπροστά του όπως ακριβώς το είχε υπολογίσει μακριά από όλα όσα προσπαθούν να προχωρήσουν παραμένοντας εδώ που βρίσκονται με τη μικρή σημασία να φτάσουν μακριά από όλα και όλους ακίνητος μα λίγο ψηλότερα από όλους τους άλλους όπως τα πράγματα που έχουμε συνηθίσει να κρέμονται πάνω από τις πόρτες ή τα κεφάλια μας και που μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως τα βλέπουμε στο δικό τους επίπεδο μόνο από την κάτω πλευρά τους τα συμβάντα εκείνα στον χώρο που ακινητούν το συνεχές γεγονός μα ποικίλουν τον διαθέσιμο τόπο συντεταγμένων του χώρου που δεν εντοπίζει πια τα σημεία μα προσδιορίζει τα γεγονότα που με τη σειρά τους πλέκουν τον χρονικό χωρισμό σε αυτό που λέμε μηδενικό διάστημα ή μεσοδιάστημα ή διάστημα που μεσολαβεί ή εντωμεταξύ το αγόρι δεν μούδιαζε δεν έπληττε η λιγοστή του σάρκα έμοιαζε να κινείται πάνω στα οστά σαν το ποτάμι στην άμμο το κεφάλι του να σπάει και να κολλάει ξανά να ανακουφίζεται έτσι πάνω σε ένα ακίνητο από την θέληση σώμα που απόληγε στο χέρι που κρατούσε την σφεντόνα και σημάδευε εδώ και κάμποση ώρα ένα σμάρι από τρυγόνια που μόλις είχαν ξυπνήσει κι έκαναν την τουαλέτα τους άλλα έτοιμα να πάνε να βοσκήσουν κι άλλα για να μείνουν να κλωσήσουν με την ησυχία τους πουλιά που θα γεννοβολούσαν άλλα πουλιά που με τις οιδιπόδειες οικογένειές τους είχαν καταλύσει πάνω σε μια βελανιδιά πλάι στο δεντρωμένο νερό εδώ ήταν η πατρίδα η γη των προγόνων τους το μπουγάζι τα βόλευε εδώ είχαν έρθει από τα χειμαδιά τους να φωλιάσουν να διαιωνίσουν το είδος εδώ ήταν που είχε μυστικά ανακαλύψει ο μικρός τούτο το δέντρο ανάμεσα στα δέντρα κι από ένα ή δύο την ημέρα τα σακάτευε περισσότερο του άρεσε να χτυπά τα πιστρόφια πάνω στην ανάποδή τους βουτιά στο κατακόρυφό τους πέταγμα προς τον ουρανό μα σήμερα περίμενε υπομονετικά ένα συγκεκριμένο πουλί μια τρυγόνα να βγει στο κλαρί πάνω στο οποίο για τελευταία φορά την προηγούμενη μέρα φάνηκε το ταίρι της πριν ο μικρός το σκοτώσει την περίμενε να την χτυπήσει στο κεφάλι να πέσει να ξεκληριστεί με τη σειρά της γιατί τα δάκρυά της δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο και να στερέψουν αλλά μπορούσαν όλα ακόμα να τακτοποιηθούν με έναν κοινό μικρό φόνο γιατί όσα η ζωή προφητεύει επισπεύδουν την επικείμενη στιγμή που θα είμαστε μόνοι ο ήχος μας θα είναι αυθεντικός κι όχι υπαινιγμός τραγουδιών θα ακούγεται καθαρά κάθε φορά που τα οστά μας θα χτυπούν μεταξύ τους μέσα στους ατομικούς μας τάφους κι έτσι για το συμπλήρωμα της τάξης θα πρέπει να βγούμε στο δικό μας κλαδί σε αυτό το κλαδί που ονομάζουμε ο ένας δίπλα στον άλλον μα ο άλλος έχει εξαφανιστεί έχει πέσει κι εμείς ο ένας θα πρέπει να σταθούμε μόνοι μας όρθιοι νιώθοντας τα πόδια μας κρύα και την καρδιά μας αδύνατη στην διάσταση που δεν είναι χώρος και δεν είναι χρόνος αλλά είναι η εκπροσώπηση της απώλειας που δεν έχει κατευθύνσεις έχει όμως μια μικρή μετατόπιση θέσης γιατί όπως θα κάτσουμε αποκαμωμένοι στο σκαμνάκι του ρινγκ μετά το τέλος του αγώνα έτσι και το πουλί μας με τα πολλά θα φανεί να ψάχνει έναν καινούριο μήνα του μέλιτος το αγόρι θα το δει να περπατάει να τουρτουρίζει έτοιμο να αυτοκτονήσει στον κενό άχρηστο χώρο πάνω στο ίδιο κλαδί που χάθηκε το αρσενικό της κι ένα πλατύ χαμόγελο θα φωτίσει τότε το πρόσωπο του παιδιού θα το βλέπει τώρα όπως μια σκιά που περιπλανιέται στο κρύο μέταλλο στο λευκό αδιάκοπο φως και που για μια στιγμή διχοτομείται «δεν χρειάζεται άλλο καλή μου να στεναχωριέσαι» θα το ενθαρρύνει από μέσα του κι αφήνοντας την ανάσα του να φύγει θα αμολήσει την πέτρα με δύναμη με το ρεύμα των υποθέσεων που καταλήγουν σε κρίση το πουλί θα την φάει πάνω στο μάτι αφήνοντας μια πονεμένη φωνούλα έναν μικρό κόσμο πόνου και θα ξαπλωθεί πάνω στο ξεραμένο χορτάρι γεμίζοντας διαμετρικά τον αέρα φτερά και πούπουλα ο σκύλος χωρίς βοήθεια ή δισταγμό θα ζωντανέψει ξαφνικά θα τρέξει να πιάσει το πουλί προσέχοντας με τα δόντια του μη το τσαλαπατήσει θα το φέρει στο αφεντικό του το πουλί θα είναι ακόμα ζεστό μέσα στο πραγματικό του κρύο θα ξεψυχάει σαν την πιο εξέχουσα αρετή που τρέμει μπρος στην επώδυνη μονιμότητα τα άλλα πουλιά θα συνεχίζουν να πετούν αδιάφορα στην ευεργεσία που λέγεται ζωή και στην γυμνή της δικαιοσύνη η καρδιά του λαβωμένου πουλιού θα χτυπάει με τρόμο το παιδί γελώντας με μια απλή κίνηση θα το πνίξει στρίβοντάς του τον λαιμό η καρδούλα θα σταματήσει θα το σφίξει στην πνίχτρα της ζώνης του αποτελειώνοντάς το και με την αίσθηση της ευχαρίστησης να καλπάζει πάνω στα τεντωμένα του νεύρα θα φύγει ξέγνοιαστο με τον Μούργο για τις περιοχές που τα παιδιά είναι στις παρορμήσεις τους παιδιά κι οι γέροι γέροι στο καθήκον της υπομονής τους.

Λουκάς Λιάκος