Λουκάς Λιάκος
αστικό πηγάδι καταμεσίς στον κεντρικό
με από πάνω πρόχειρες σανίδες
όπου το πρωί κάθεται ένας εργάτης
και τρώει άπλυτες φράουλες
ενώ το καλοκαίρι περνάει τακ τακ τις μικρές ώρες
το κορίτσι που τολμάει
Κ.Α

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Πωλ Βαλερύ


Μακάρια αφήνομαι στο κατηφόρισμα όλη,
μέσα στους μαύρους μάρτυρες, με χέρια σκοτωμένα
σε μύριες που ψελλίζονται λέξεις χωρίς εμένα...
Κοιμήσου, φρονιμάδα μου, κοιμήσου. Απουσιάσου,
στις ρίζες και στη σκότινη, γύρν' αθωότητά σου.
Στα φίδι' αφήσου ζωντανή, στους θησαυρούς... Κοιμήσου,
κοίμου πάντα! Σκαλί-σκαλί κατέβαινε, κοιμήσου...

(Το δαχτυλίδι... η πύλη νά... που η γάζα τη διαβαίνει.
 Γρούζει το στήθος... Μέσα του, το παν γελά, πεθαίνει...
 Πίνει στο στόμα σου πουλί και δεν το βλέπεις... Κύλα,
 Μίλα σιγά... Μαύρη πολύ, δεν είναι δα η μαυρίλα...)


Πωλ Βαλερύ, η Νεαρή Μοίρα, απόσπασμα
μτφρ: Αναστάσιος Γιανναράς, Πλέθρον, 1979